- παραγούλιασμα
- το[παραγουλιάζω]1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού παραγουλιάζω2. μτφ. άγριο ξυλοκόπημα, ξυλοδαρμός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παραγούλιασμα — το το μαλάκωμα του χταποδιού με χτύπημα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)